Ενδοοικογενειακή βία και ποινική διαμεσολάβηση

Ενδοοικογενειακή βία και ποινική διαμεσολάβηση

 

Από το έτος 2006 και τη θέσπιση του νόμου 3500/2006 ο Έλληνας Νομοθέτης έκανε ένα σημαντικό βήμα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση του φαινόμενου της ενδοοικογενειακής βίας, βάσει των αρχών της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ατόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική συμβίωση των προσώπων στα πλαίσια της οικογένειας.

Συγκεκριμένα, με το άρθρο 6 του εν λόγω νομοθετήματος, αντιμετωπίζονται οι σοβαρότερες μορφές σωματικών κακώσεων ή βλαβών της υγείας οι οποίες προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα ιδιώνυμου εγκλήματος όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, με ιδιαίτερη βαρύτητα στην προστασία της εγκύου και των ανήλικων μελών της οικογένειας, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 7 προβλέπονται επίσης ως ιδιώνυμα εγκλήματα η ενδοοικογενειακή παράνομη βία και η απειλή. Οι προαναφερόμενες μορφές ενδοοικογενειακής βίας διώκονται αυτεπαγγέλτως και συνεπώς δεν απαιτείται ως προς αυτές έγκληση του παθόντος.

Περαιτέρω, με το άρθρο 8 του ίδιου νομοθετήματος αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 336 παρ. 1 και 338 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζουν τις έννοιες του βιασμού και της καταχρήσεως σε ασέλγεια. Ειδικότερα, στην έννοια του βιασμού περιλαμβάνεται πλέον και ο συζυγικός βιασμός, έστω και με τη μορφή της εντός γάμου συνουσίας, αντιμετώπιση που συνάδει προς τις σύγχρονες αντιλήψεις περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εντός του γάμου, ενώ για τους ίδιους ακριβώς λόγους επήλθε και η τροποποίηση του άρθρου 338 ΠΚ.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο νομοθέτης καινοτομεί και διευρύνει τον κύκλο των προστατευόμενων προσώπων συμπεριλαμβάνοντας, εκτός των πλησιέστερων συγγενών (συζύγους, γονείς, τέκνα κ.λ.π.), και τους μόνιμους συντρόφους ανδρών ή γυναικών καθώς και τα τέκνα, κοινά ή ενός εξ’ αυτών, εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνοικούν, αλλά και τους τέως συζύγους.

Μείζονα σημασία ενέχει ο καινούργιος θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης, ο όποιος θεσμοθετήθηκε σε συμμόρφωση της χώρας μας προς την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15.03.2001 και ουσιαστικά αποβλέπει στην αποφυγή της κοινωνικής έκθεσης των οικογενειών ενώπιον των δικαστηρίων, δίνοντας κατά αυτόν τον τρόπο μια δεύτερη ευκαιρία στις οικογένειες που αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους προβλήματα.

Συγκεκριμένα, στα πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας ο αρμόδιος για την άσκηση ποινικής δίωξης εισαγγελέας διερευνά κάθε φορά τη δυνατότητα ποινικής διαμεσολάβησης. Προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας αυτής είναι η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, ότι είναι πρόθυμο να υποσχεθεί σωρευτικά ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποιαδήποτε παρόμοια πράξη και ότι σε περίπτωση ήδη υφιστάμενης συνοίκησης δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα.

Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει επιπλέον τη δέσμευση παρακολούθησης ειδικού συμβουλευτικού - θεραπευτικού προγράμματος για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα (εφόσον το ζητήσει το θύμα), την άμεση άρση ή αποκατάσταση των συνεπειών που προκλήθηκαν από την παράνομη πράξη και εν τέλει την καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης στον παθόντα, κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη των χιλίων (1.000) ευρώ, εκτός αν ο ίδιος ο παθών ζήτησε μικρότερο ποσό.

Αν σε βάρος του υπαιτίου κινηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου, ποινική διαμεσολάβηση επιτρέπεται μόνον εφόσον το δικαστήριο αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν στον υπαίτιο περιοριστικοί όροι. Επίσης, σε περίπτωση που σε βάρος του φερόμενου ως δράστη ενεργείται προκαταρκτική εξέταση, ο εισαγγελέας, πριν από κάθε άλλη ενέργεια, μπορεί να διατάξει τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του θύματος, να εξετάσει κάθε μάρτυρα που προτείνεται και να καλέσει τον ύποπτο για την τέλεση της πράξης να παράσχει εξηγήσεις.

Εφόσον ο φερόμενος ως δράστης δεν υποβάλλει με τις εξηγήσεις του δήλωση περί ποινικής διαμεσολάβησης, καλείται για τον σκοπό αυτό από τον αρμόδιο εισαγγελέα, οπότε και λαμβάνει προθεσμία μέχρι τριών ημερών για να απαντήσει. Αν η απάντηση του είναι ρητώς ή σιωπηρώς αρνητική κινείται η ποινική διαδικασία, ενώ σε περίπτωση θετικής απάντησης, ο εισαγγελέας ενημερώνει σχετικώς τον παθόντα, παρέχοντάς του αντίστοιχη προθεσμία για να δηλώσει αν δέχεται ή όχι τη διαμεσολάβηση. Εφόσον η απάντηση του παθόντος είναι αρνητική ή δεν επέλθει τελικά συμφωνία, κινείται η ποινική διαδικασία, ενώ σε περίπτωση θετικής απάντησης ο εισαγγελέας θέτει τη δικογραφία με διάταξή του σε ειδικό αρχείο της εισαγγελίας.

Αν ο υπαίτιος συμμορφωθεί προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης για χρονικό διάστημα τριών ετών, τότε η σχετική διαδικασία ολοκληρώνεται και εξαλείφεται η ποινική αξίωση της πολιτείας για το έγκλημα που αφορά. Σε περίπτωση όμως που διαπιστωθεί ότι η διαμεσολάβηση δεν ολοκληρώθηκε με υπαιτιότητα του φερόμενου ως δράστη, ο αρμόδιος εισαγγελέας διακόπτει τη διαδικασία και ενεργοποιεί εκ νέου την ποινική διαδικασία.

Περαιτέρω, η συμφωνία των διαδίκων για την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαμεσολάβησης ισχύει ως συμβιβασμός ως προς τις χρηματικές αξιώσεις από το έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας. Μόνη η συμφωνία του παθόντος συζύγου για την έναρξη της διαδικασίας δεν εμποδίζει την άσκηση αγωγής διαζυγίου ή την υποβολή αιτήσεως συναινετικής λύσεως του γάμου, την πρόοδο της δίκης και τη λύση του γάμου.

Επιπλέον, σε περίπτωση διάπραξης εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας είναι δυνατόν να επιβληθεί στον κατηγορούμενο ο περιοριστικός όρος της απομάκρυνσής του από την οικογενειακή κατοικία, της μετοίκησής του, ή της απαγόρευσης προσέγγισης των χώρων κατοικίας ή εργασίας του θύματος, των κατοικιών στενών συγγενών του και των εκπαιδευτήριων των παιδιών. Ο περιοριστικός αυτός όρος μπορεί να διαταχθεί τόσο κατά την ποινική διαδικασία, όσο και στα πλαίσια της προσωρινής ρύθμισης οικογενειακών σχέσεων, όπως προβλέπεται πλέον μετά την τροποποίηση του άρθρου 735 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Τέλος, ιδιαίτερης μνείας χρήζει και η τροποποίηση του άρθρου 1439 του Αστικού Κώδικα σύμφωνα με το όποιο, ως προς το τεκμήριο κλονισμού του γάμου ως λόγου διαζυγίου, ο κλονισμός τεκμαίρεται και σε περίπτωση άσκησης από τον εναγόμενο ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του ενάγοντος.