Σχόλια επί της οδηγίας 2008/52/ΕΚ

Εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των διαφορών: η διαμεσολάβηση

Η παρούσα οδηγία διευκολύνει την προσφυγή στη διαμεσολάβηση ως μέθοδο επίλυσης διασυνοριακών διαφορών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

ΠΡΑΞΗ

Οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

ΣΥΝΟΨΗ

Με την οδηγία αυτή, η Επιτροπή ενθαρρύνει την προσφυγή στη διαμεσολάβηση ως μέσο επίλυσης των διαφορών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και ενθάρρυνσης του φιλικού διακανονισμού των διαφορών.

Η οδηγία εφαρμόζεται στις διασυνοριακές διαφορές σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εξαιρουμένων των φορολογικών, τελωνειακών ή διοικητικών υποθέσεων, καθώς και της ευθύνης του κράτους λόγω πράξεων ή παραλείψεων κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Δεν εφαρμόζεται στη Δανία.

Πρόσκληση των μερών να προσφεύγουν σε διαμεσολάβηση για την επίλυση διαφορών

Η οδηγία, αφού προσδιορίσει τον όρο «διαμεσολάβηση» * και τον όρο «διαμεσολαβητής» *, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούν τα δικαστήρια να προτείνουν στα μέρη την προσφυγή στη μέθοδο αυτή, δίχως ωστόσο να τα υποχρεώνουν. Η διαμεσολάβηση, άλλωστε, δεν θεωρείται ως εναλλακτικό μέσο έναντι των δικαστικών διαδικασιών, αλλά μάλλον ως μια από τις μεθόδους επίλυσης των διαφορών που διαθέτει η σύγχρονη κοινωνία.

Εκτέλεση των συμφωνιών διακανονισμού οι οποίες επιτυγχάνονται χάρη στη διαμεσολάβηση.

Ακόμα και αν οι συμφωνίες διακανονισμού που επιτυγχάνονται μέσω διαμεσολάβησης προσφέρονται, κατά κανόνα, περισσότερο για εκούσια εκτέλεση, η οδηγία μεριμνά ώστε όλα τα κράτη μέλη να καθιερώσουν μια διαδικασία με την οποία να είναι δυνατόν, κατόπιν αιτήσεως των μερών, να επιβεβαιώνεται η συμφωνία με δικαστική ή άλλη απόφαση, ή με δικαστικό ή άλλο έγγραφο εκδιδόμενο από δημόσια αρχή.

Η διαδικασία αυτή θα επιτρέψει την αμοιβαία αναγνώριση και την εκτέλεση των συμφωνιών διακανονισμού σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τους ίδιους όρους που καθορίζονται για τις δικαστικές ή άλλες αποφάσεις.

Αναστολή των προθεσμιών παραγραφής

Προκειμένου να ενθαρρυνθεί περαιτέρω η προσφυγή στη διαμεσολάβηση, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα διάδικα μέρη δεν κωλύονται να κινήσουν στη συνέχεια δικαστικές διαδικασίες ή διαιτησία σε σχέση με την εν λόγω διαφορά, λόγω παραγραφής ή λήξεως αποσβεστικής προθεσμίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολάβησης.

Διασφάλιση του απορρήτου και της ποιότητας της διαμεσολάβησης

Ούτε ο διαμεσολαβητής ούτε οι λοιποί εμπλεκόμενοι σε διαδικασία διαμεσολάβησης δεν οφείλουν να προσκομίσουν στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πληροφορίες που επιτεύχθηκαν στο πλαίσιο μιας διαμεσολάβησης. Αυτό γίνεται μόνον δεκτό:

  • όταν αποδεικνύεται αναγκαίο για επιτακτικούς λόγους δημόσιας τάξης ώστε να διασφαλιστεί η σωματική ακεραιότητα ενός προσώπου κλπ.·
  • όταν η κοινολόγηση του περιεχομένου της συμφωνίας που προέκυψε από τη διαμεσολάβηση είναι απαραίτητη για την εφαρμογή ή την εκτέλεση της εν λόγω συμφωνίας.

Τόσο η Επιτροπή όσο και τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την εκπαίδευση διαμεσολαβητών και τη σύνταξη προαιρετικών κωδίκων δεοντολογίας, καθώς και την τήρηση των κωδίκων αυτών εκ μέρους των διαμεσολαβητών και των οργανώσεων που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης.

Πλαίσιο

Λαμβανομένων υπόψη των αντιδράσεων στη Λευκή Βίβλο του 2002 σχετικά με τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών και μετά τη σύνταξη, τον Οκτώβριο του 2004, ενός κώδικα δεοντολογίας για τους διαμεσολαβητές, που εγκρίθηκε από τους ευρωπαίους εμπειρογνώμονες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε στις 22 Οκτωβρίου 2004 μία νομοθετική πρόταση [COM(2004) 718 τελικό] με στόχο να ενθαρρύνει την προσφυγή στη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

Όροι κλειδιά της πράξης

  • Ως «διαμεσολάβηση» νοείται διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους, με τη βοήθεια διαμεσολαβητή.
  • Ως «διαμεσολαβητής» νοείται οποιοσδήποτε τρίτος ως προς τα μέρη ανάμεσα στα οποία έχει προκύψει η διένεξη, ο οποίος διεξάγει διαμεσολάβηση, ανεξαρτήτως του επαγγέλματος ή της επωνυμίας του.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Πράξη

Έναρξη ισχύος

Προθεσμία μεταφοράς στα κράτη μέλη

Επίσημη Εφημερίδα

Οδηγία 2008/52/ΕΚ [έκδοση: συναπόφαση COD/2004/0251]

12.6.2008

21.5.2011 (άρθρο 10: 21.11.2010)

ΕΕ L 136 της 24.5.2008

Εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των διαφορών - Ελλάδα

Μπορείτε να βρείτε μια γενική επισκόπηση των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών (στο εξής ΕΤΕΔ), ανατρέχοντας στην σελίδα «Εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των διαφορών - Γενικές Πληροφορίες».

Σε αυτή την νέα ιστοσελίδα θα σας δώσουμε περισσότερο πρακτικές οδηγίες για τους διάφορους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών στην Ελλάδα.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Αρχικά, ποιοι είναι, γενικώς, οι διαφορετικοί τύποι ΕΤΕΔ στην Ελλάδα;

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ

ΕΞΩΔΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ

ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

Μπορείτε σε διάφορες καταστάσεις να καταφύγετε σε κάποιον από τους πιο κάτω αναφερόμενους ΕΤΕΔ. Για περισσότερς πληροφορίες επιλέξτε από την πιο κάτω λίστα την κατάσταση στην οποία βρίσκεστε.

Διαφορές μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων

Διαφορές μεταξύ επαγγελματιών

Διαφορές μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων

Διαφορές μεταξύ ενοικιαστών και ιδιοκτητών ακινήτων

Οικογενειακές διαφορές.

Διαφορές μεταξύ ιδιωτών

Αρχικά, ποιοι είναι, γενικώς, οι διαφορετικοί τύποι ΕΤΕΔ στην Ελλάδα;

Γενικά, στην Ελλάδα δεν έχουν αναπτυχθεί ΕΤΕΔ. Η εξωδικαστική αυτή πρακτική είναι σχεδόν άγνωστη.

Αν και στο πρώτο κεφάλαιο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (στο εξής ΚΠολΔ) τα άρθρα 208 έως και 214 αφιερώνονται στην απόπειρα συμβιβασμού που μπορεί να προηγηθεί από την άσκηση της αγωγής, εντούτοις ο θεσμός αυτός χρησιμοποιείται σπάνια.

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ

Όποιος έχει την πρόθεση να ασκήσει αγωγή μπορεί πριν από την κατάθεσή της να ζητήσει τη συμβιβαστική επέμβαση του κατά τόπο αρμόδιου για την εκδίκαση της αγωγής ειρηνοδίκη, έστω και αν αυτός είναι καθ' ύλην αναρμόδιος. Για το σκοπό αυτόν ή υποβάλλεται αίτηση προς τον ειρηνοδίκη, στην οποία πρέπει να αναγράφεται συνοπτικά το αντικείμενο της διαφοράς, ή εμφανίζονται αυθόρμητα οι ενδιαφερόμενοι ενώπιόν του. Ο ειρηνοδίκης, όταν υποβληθεί αίτηση συμβιβασμού καλεί ενώπιόν του το συντομότερο σε ορισμένη ημέρα και ώρα όλους τους ενδιαφερομένους. Η πρόσκληση του ειρηνοδίκη πρέπει να αναφέρει με συντομία τη διαφορά. Αν προσέλθουν αυθόρμητα όλοι οι ενδιαφερόμενοι, ο ειρηνοδίκης μπορεί αμέσως να προχωρήσει σε συμβιβαστική επέμβαση. Η συμβιβαστική επέμβαση του ειρηνοδίκη δεν είναι ανάγκη να γίνεται δημόσια, όμως για την επέμβαση αυτή τηρούνται πρακτικά. Ο ειρηνοδίκης κατά την απόπειρα συμβιβασμού ή τη συμβιβαστική επέμβαση εξετάζει μαζί με τους ενδιαφερομένους ολόκληρη τη διαφορά χωρίς να δεσμεύεται από το ισχύον δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο, εκτιμά ελεύθερα τα διάφορα πραγματικά περιστατικά και προσπαθεί να βρει τρόπο συμβιβασμού. Ιδίως έχει το δικαίωμα να διατάζει αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, την προσαγωγή οποιουδήποτε εγγράφου, την προσωπική εμφάνιση των διαδίκων και μπορεί να εξετάζει μάρτυρες, έστω και χωρίς όρκο, και γενικά να ενεργεί οποιαδήποτε πράξη για να διευκρινιστεί η διαφορά. Ο συμβιβασμός μπορεί να αφορά ολόκληρη τη διαφορά ή μόνο μέρος της. Για τις ενέργειες του ειρηνοδίκη προς συμβιβασμό γίνεται σύντομη αναφορά στα πρακτικά. Αν η απόπειρα συμβιβασμού ή η συμβιβαστική επέμβαση αποτύχουν , γίνεται σχετική αναφορά στα πρακτικά και σημειώνεται από τον ειρηνοδίκη ο λόγος της αποτυχίας. Αν επιτευχθεί συμβιβασμός, αναγράφονται λεπτομερώς στο πρακτικό όλοι οι όροι του.

ΕΞΩΔΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ

Ήδη από το 1995 άρχισαν οι προσπάθειες να ευρεθεί ένας άλλος τρόπος ΕΤΕΔ. Με το άρθρο 214 Α του ΚΠολΔ ( το οποίο μετά από αλλεπάλληλες αναβολές άρχισε να ισχύει μόλις το έτος 1999 για αγωγές που κατατίθενται από τις 16 Σεπτεμβρίου 2000 κα εφεξής, ορίζεται ότι «Αγωγές, που έχουν ως αντικείμενό τους διαφορές ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, για τις οποίες επιτρέπεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο να συνομολογηθεί συμβιβασμός, δεν μπορεί να συζητηθούν, αν δεν προηγηθεί απόπειρα εξώδικης επίλυσης». Κατά τη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης της αγωγής και τον ορισμό δικασίμου ο γραμματέας θέτει στο πρωτότυπο και στα αντίγραφα ευδιάκριτη σφραγίδα ότι συζήτηση δεν επιτρέπεται αν δεν προηγηθεί απόπειρα "εξώδικης επίλυσης της διαφοράς". Στην κλήση για συζήτηση πρέπει να περιλαμβάνεται και πρόσκληση προς τον εναγόμενο να προσέλθει στο γραφείο του δικηγόρου του ενάγοντος ή στα γραφεία του δικηγορικού συλλόγου του τελευταίου ορισμένη ημέρα και ώρα, με αντικείμενο την απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς. Ο προσκαλούμενος οφείλει να παραστεί με δικηγόρο ή να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο εφοδιασμένο με ειδική πληρεξουσιότητα. Οι δικηγόροι μπορούν από κοινού να ορίσουν άλλη ημερομηνία συνάντησης ή να αναβάλλουν τη συνάντηση για άλλη ημέρα και ώρα σε ορισμένο τόπο. Οι συναντήσεις για την εξώδικη επίλυση της διαφοράς πραγματοποιούνται μέσα στο χρονικό διάστημα από την πέμπτη ημέρα μετά την επίδοση της αγωγής έως την τριακοστή πέμπτη ημέρα πριν από τη δικάσιμο. Κατά τη συνάντηση οι διάδικοι με τους δικηγόρους τους ή εκπροσωπούμενοι από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, επικουρούμενοι, εφόσον το επιθυμούν, και από τρίτο πρόσωπο κοινής επιλογής, εξετάζουν ολόκληρη τη διαφορά καθώς και την τυχόν ανταγωγή του εναγομένου, χωρίς να δεσμεύονται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Χρησιμοποιούν όλα τα πρόσφορα μέσα για να εξακριβώσουν τα κρίσιμα περιστατικά και τα σημεία συμφωνίας και διαφωνίας τους, καθώς και τις συνέπειες που δέχονται ή αμφισβητούν, ώστε να επιτύχουν αμοιβαίως αποδεκτή λύση της διαφοράς, εν όλω ή εν μέρει. Αν οι διάδικοι καταλήξουν σε ολική ή μερική λύση της διαφοράς, συντάσσεται ατελώς πρακτικό στο οποίο αναγράφεται το περιεχόμενο της συμφωνίας τους και ιδίως το είδος του αναγνωριζόμενου δικαιώματος, το ποσό της οφειλόμενης παροχής και οι τυχόν όροι υπό τους οποίους θα εκπληρωθεί. Η συμφωνία περιορίζεται στα όρια της ένδικης διαφοράς. Καθορίζονται επίσης και επιβάλλονται τα έξοδα κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 επ.. Το πρακτικό χρονολογείται και υπογράφεται από τους διαδίκους ή από τους δικηγόρους τους, σε τόσα αντίτυπα όσοι οι αντιδικούντες διάδικοι ή ομάδες διαδίκων. Κάθε διάδικος μπορεί, προσκομίζοντας το πρακτικό σε πρωτότυπο, να ζητήσει από τον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή, την επικύρωσή του. Ο πρόεδρος αφού διαπιστώσει: α) ότι η διαφορά είναι "εξώδικης" επίλυσης, σύμφωνα με την παράγραφο 1, β) ότι το πρακτικό έχει υπογραφεί νόμιμα και γ) ότι από αυτό προκύπτει σαφώς το είδος του αναγνωριζόμενου δικαιώματος και το τυχόν ποσόν της οφειλόμενης παροχής, επικυρώνει το πρακτικό. Αν η διαφορά περιλαμβάνει και καταψήφιση, το πρακτικό από την επικύρωση του αποτελεί τίτλο εκτελεστό και ο πρόεδρος το περιάπτει ταυτόχρονα με τον εκτελεστήριο τύπο. Αν η διαφορά έχει χαρακτήρα απλώς αναγνωριστικό, το πρακτικό αποδεικνύει το δικαίωμα. Σε κάθε περίπτωση με την επικύρωση του πρακτικού επέρχεται κατάργηση της δίκης.

Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, συντάσσεται και υπογράφεται πρακτικό αποτυχίας της απόπειρας "εξώδικης επίλυσης διαφοράς", στο οποίο μπορεί να εκτίθενται και τα αίτια της αποτυχίας. Αν δεν υπογραφεί κοινό πρακτικό, συντάσσεται από το δικηγόρο του ενάγοντος ή άλλου επισπεύδοντος δήλωση στην οποία μπορεί να εκτίθενται και τα αίτια της αποτυχίας. Όμοια δήλωση μπορεί να συνταχθεί και από το δικηγόρο του αντιδίκου. Το πρακτικό αποτυχίας ή οι δηλώσεις κατατίθενται κατά τη συζήτηση μαζί με τις προτάσεις. Σε περίπτωση μερικής συμφωνίας δεν απαιτείται να συνταχθεί ιδιαίτερο πρακτικό αποτυχίας ούτε δηλώσεις.

Δυστυχώς όμως ο ΕΤΕΔ αυτός δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και μόνον ως διαδικαστική προϋπόθεση της συζήτησης της αγωγής στο αρμόδιο Δικαστήριο λειτουργεί.

Ο μοναδικός ΕΤΕΔ που μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύει στην Ελλάδα είναι η διαιτησία.

ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

Στο έβδομο κεφάλαιο του ΚΠολΔ που είναι αφιερωμένο στο θεσμό της διαιτησίας ορίζονται (στα άρθρα 867 έως 903) τα σχετικά με τον θεσμό.

Σε διαιτησία μπορούν να υπάγονται όλες οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου, αν εκείνοι που τη συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς, εκτός από τις διαφορές που έχουν σχέση με την παροχή εξαρτημένης εργασίας. Τα μέρη μπορούν να υπάγουν σε διαιτησία ακόμη και μελλοντικές διαφορές αλλά στην περίπτωση αυτή απαιτείται η συμφωνία να είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Η συμφωνία για διαιτησία μπορεί να γίνει ακόμη και ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Διαιτητές μπορούν να οριστούν ένας ή περισσότεροι, καθώς και ολόκληρο δικαστήριο.

Αν με τη συμφωνία για διαιτησία δεν ορίζονται οι διαιτητές ή ο τρόπος του ορισμού τους, το κάθε μέρος ορίζει ένα διαιτητή. Αν οι διαιτητές είναι περισσότεροι και με τη συμφωνία για διαιτησία δεν ορίζεται διαφορετικά, οι διαιτητές οφείλουν να ορίσουν τον επιδιαιτητή. Ο ορισμός διαιτητή από κάποιο από τα μέρη, ο ορισμός επιδιαιτητή από τους διαιτητές, ή ο ορισμός των διαιτητών ή του επιδιαιτητή από τρίτον δεν ανακαλείται.

Σε κάθε μονομελές πρωτοδικείο τηρείται κατάλογος διαιτητών τον οποίο καταρτίζει το πολυμελές πρωτοδικείο Όποιος ορίζεται ως διαιτητής ή επιδιαιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να δεχτεί το διορισμό του. Το μέρος που καλεί για συζήτηση προκαταβάλλει το μισό της αμοιβής του διαιτητή ή των διαιτητών και του επιδιαιτητή, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 882 του ΚΠολΔ. Η διαιτητική απόφαση ορίζει και το μέρος που θα επιβαρυνθεί με την αμοιβή και τα έξοδα.

Η διαδικασία διεξάγεται ενώπιον των διαιτητών και του επιδιαιτητή που ενεργούν από κοινού. Οι διαιτητές αυτοί ορίζουν, κατά την ελεύθερη κρίση τους, τον τόπο και το χρόνο της διεξαγωγής της διαιτητικής διαδικασίας και τη διαιτητική διαδικασία, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη συμφωνία διαιτησίας. Κατά τη διαιτητική διαδικασία τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις, τηρείται η αρχή της ισότητας και πρέπει να καλούνται τα μέρη να παραστούν κατά τις συζητήσεις, να αναπτύξουν, κατά την κρίση των διαιτητών, προφορικώς ή εγγράφως τους ισχυρισμούς τους και να προσκομίσουν τις αποδείξεις τους. Ο επιδιαιτητής διευθύνει τη συζήτηση. Η παράσταση με δικηγόρο ή η εκπροσώπηση από δικηγόρο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Μάρτυρες και πραγματογνώμονες μπορούν να εξεταστούν χωρίς όρκο ή ενόρκως. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά από τη συμφωνία για διαιτησία, οι διαιτητές εφαρμόζουν τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Η διαιτητική απόφαση πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να υπογράφεται ιδιοχείρως από τους διαιτητές και πρέπει να αναφέρει α) το όνομα και το επώνυμο του επιδιαιτητή και των διαιτητών, β) τον τόπο και το χρόνο της έκδοσής της, γ) τα ονόματα και τα επώνυμα εκείνων που έλαβαν μέρος στη διαιτητική διαδικασία, δ) τη συμφωνία για διαιτησία στην οποία βασίστηκε, ε) το αιτιολογικό και στ) το διατακτικό. Η διαιτητική απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα. Η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί ολικά ή εν μέρει μόνο με δικαστική απόφαση για τους επόμενους λόγους 1) αν η συμφωνία για τη διαιτησία είναι άκυρη, 2) αν εκδόθηκε αφού η συμφωνία για τη διαιτησία έπαψε να ισχύει, 3) αν εκείνοι που την εξέδωσαν ορίστηκαν κατά παράβαση των όρων της συμφωνίας για τη διαιτησία ή των διατάξεων του νόμου ή αν τα μέρη τους είχαν ανακαλέσει, ή αποφάνθηκαν αν και είχε γίνει δεκτή αίτηση εξαίρεσής τους, 4) αν εκείνοι που την εξέδωσαν ενήργησαν υπερβαίνοντας την εξουσία που τους παρέχει η συμφωνία για τη διαιτησία ή ο νόμος, 5) αν παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 886 παρ. 2 (παύση της συμφωνίας), 891 και 892 (περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης), 6) αν είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξης ή προς τα χρηστά ήθη, 7) αν είναι ακατάληπτη ή περιέχει αντιφατικές διατάξεις, 8) αν συντρέχει λόγος αναψηλάφησης κατά το άρθρο 544 του ΚΠολΔ .

Στο άρθρο 902 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στα επιμελητήρια, στα χρηματιστήρια αξιών και εμπορευμάτων και στις επαγγελματικές ενώσεις προσώπων οι οποίες αποτελούν νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, μπορούν, με προηγούμενη γνωμοδότηση του διοικητικού τους συμβουλίου, να οργανώνονται μόνιμες διαιτησίες, με διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού της Δικαιοσύνης και του Υπουργού που έχει την εποπτεία του επιμελητηρίου, του χρηματιστηρίου ή της ένωσης .

Μπορείτε σε διάφορες καταστάσεις να καταφύγετε σε κάποιον από τους πιο κάτω αναφερόμενους ΕΤΕΔ. Για περισσότερες πληροφορίες επιλέξτε από την πιο κάτω λίστα την κατάσταση στην οποία βρίσκεστε.

Διαφορές μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων

Όπως μπορείτε να δείτε στην ιστοσελίδα «Εναλλακτικοί Τρόποι επίλυσης Διαφορών – Κοινοτικό Δίκαιο» η Επιτροπή δημοσιεύει στον δικτυακό χώρο της ( site ) έναν κατάλογο των οργανισμών που αναλαμβάνουν ΕΤΕΔ στα διάφορα Κράτη Μέλη. Εκεί θα βρείτε πρακτικές πληροφορίες για να αποφασίσετε αν θα πρέπει να απευθυνθείτε σε κάποιον από τους οργανισμούς αυτούς: Οργάνωση, χώρος παρέμβασης τύποι διαδικασίας, έξοδα και περισσότερες λεπτομέρειες. Μπορείτε να συμβουλευτείτε τον κατάλογο αυτό στην ιστοσελίδα: Θέματα καταναλωτή.

Υπάρχει η πιθανότητα να πρέπει να απευθυνθείτε σε κάποιον οργανισμό εξωδικαστικής επίλυσης της διαφορά που εδρεύει σε άλλο Κράτος Μέλος. Για να το βρείτε μπορείτε να συμβουλευτείτε τις ιστοσελίδες του EEJ -Net ή του FIN -NET στηνπερίπτωση που οι διαφορά είναι σχετική με οικονομικές υπηρεσίες:

Διαφορές μεταξύ επαγγελματιών

Όπως προαναφέρθηκε δεν υπάρχει καθορισμένος ειδικός ΕΤΕΔ.

Διαφορές μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων

Μία μορφή ΕΤΕΔ υφίσταται με την παρέμβαση της κατά τόπον αρμόδιας Επιθεώρησης Εργασίας. Μετά από αίτηση του εργαζομένου καλείται στην κατά τόπο αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας ο εργοδότης και με την παρέμβαση του υπαλλήλου της Επιθεώρησης Εργασίας αναζητείται τρόπος επίλυσης της διαφοράς. Η διαδικασία αυτή είναι ανέξοδη.

Διαφορές μεταξύ ενοικιαστών και ιδιοκτητών ακινήτων

Όπως προαναφέρθηκε δεν υπάρχει καθορισμένος ειδικός ΕΤΕΔ.

Οικογενειακές διαφορές.

Όπως προαναφέρθηκε δεν υπάρχει καθορισμένος ειδικός ΕΤΕΔ.

Διαφορές μεταξύ ιδιωτών

Όπως προαναφέρθηκε δεν υπάρχει καθορισμένος ειδικός ΕΤΕΔ.

« Εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των διαφορών - Γενικές Πληροφορίες | Ελλάδα - Γενικές Πληροφορίες »

Εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των διαφορών - Γενικές Πληροφορίες

Η επίλυση μιας διαφοράς χωρίς προσφυγή στη Δικαιοσύνη είναι εφικτή.

Βρίσκεσθε σε αντιδικία με μία επιχείρηση, έναν επαγγελματία, τον εργοδότη σας, ένα μέλος της οικογένειάς σας ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, είτε στη χώρα σας είτε στο εξωτερικό. Εάν δεν καταφέρνετε να επιλύσετε τη διαφορά που έχει προκύψει με φιλικό διακανονισμό, μπορείτε ασφαλώς να προσφύγετε στο αρμόδιο δικαστήριο, αλλά μπορείτε επίσης να εξετάσετε το ενδεχόμενο να καταφύγετε σε μία εναλλακτική μέθοδο επίλυσης διαφορών, όπως είναι η διαμεσολάβηση ή η συνδιαλλαγή.

Η προσφυγή στους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών είναι ενίοτε υποχρεωτική βάσει της νομοθεσίας ή, ενδεχομένως, κατ' εφαρμογή δικαστικής απόφασης, αλλά τις περισσότερες φορές αποτελεί λύση η οποία επιλέγεται οικειοθελώς από τους εμπλεκόμενους σε μία διαφορά. Οι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης διαφορών μπορούν να σας δώσουν τη δυνατότητα να επιλύσετε τα προβλήματα που αντιμετωπίζετε με την παρέμβαση ενός τρίτου προσώπου το οποίο είναι ουδέτερο και διαθέτει την απαραίτητη κατάρτιση. Οι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης διαφορών μνημονεύονται συχνά με τα αρχικά «ADR», από τον αγγλικό όρο «Alternative Dispute Resolution», και προσλαμβάνουν ποικίλες μορφές. Είναι δυνατό να γίνει διάκριση των διαφόρων περιπτώσεων με κριτήριο τον ρόλο που διαδραματίζει ο τρίτος στη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς.

  • Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο τρίτος βοηθά τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία, χωρίς ωστόσο επισήμως να παίρνει θέση σχετικά με τον έναν ή τον άλλον πιθανό τρόπο επίλυσης της διαφοράς.

    Στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτού του τύπου, οι οποίες συχνά καλούνται "συνδιαλλαγή" ή "διαμεσολάβηση", τα μέρη ενθαρρύνονται να ξεκινήσουν έναν διάλογο ή, εάν τον έχουν διακόψει, να τον ξαναρχίσουν, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό τη σύγκρουση. Τα μέρη επιλέγουν τα ίδια τη μέθοδο επίλυσης της διαφοράς και διαδραματίζουν ιδιαίτερα ενεργό ρόλο, προσπαθώντας να ανακαλύψουν μόνα τους τη λύση που τα συμφέρει περισσότερο.

    Οι μέθοδοι αυτοί επιτρέπουν την υπέρβαση της αμιγώς νομικής επιχειρηματολογίας και την εξεύρεση μιας λύσης η οποία να ανταποκρίνεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εμπλεκομένων και να είναι προσαρμοσμένη στα δεδομένα της προς επίλυση διαφοράς. Η συναινετική αυτή προσέγγιση επαυξάνει, εξάλλου, την πιθανότητα να μπορέσουν τα μέρη, μετά την επίλυση της διαφοράς, να διατηρήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις, εμπορικής ή άλλης φύσεως.
  • Σε άλλες περιπτώσεις, ο τρίτος βρίσκει ο ίδιος τη λύση και την υποβάλλει εν συνεχεία στα μέρη.

o Ιδίως στον τομέα της κατανάλωσης, οι καταναλωτές έχουν στη διάθεσή τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο των οποίων ο τρίτος αποφαίνεται επί της λύσης της διαφοράς.

    • Μερικές φορές, ο τρίτος καλείται να απευθύνει στα μέρη σύσταση, την οποία αυτά είναι ελεύθερα να υιοθετήσουν ή όχι. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν τα «συμβούλια παραπόνων των καταναλωτών» (Consumer Complaint Boards) που λειτουργούν στις σκανδιναβικές χώρες. Ο καταναλωτής ο οποίος προσφεύγει αρχικά σε ένα τέτοιο όργανο επίλυσης διαφορών παραμένει ελεύθερος, εάν η λύση που του προτείνεται δεν τον ικανοποιεί, να προσφύγει στα δικαστήρια.
    • Ενίοτε ο τρίτος καλείται να λάβει απόφαση η οποία θα είναι δεσμευτική μόνο για τον επαγγελματία. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν συχνά οι διαμεσολαβητές (Ombudsmen) ή «συνήγοροι των καταναλωτών», που έχουν καθιερωθεί από ορισμένους επαγγελματικούς κλάδους, όπως είναι οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες. Οι αποφάσεις αυτών των διαμεσολαβητών είναι υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις που έχουν προσχωρήσει στο σύστημα. Σε περίπτωση που ο καταναλωτής δεν είναι ευχαριστημένος με την απόφαση του διαμεσολαβητή, έχει το δικαίωμα να προσφύγει για την ίδια υπόθεση στα δικαστήρια.
  • Σε άλλες περιπτώσεις, τέλος, οι οποίες ομοιάζουν αρκετά με την κλασικού τύπου διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου, ο τρίτος καλείται «διαιτητής» και εκδίδει απόφαση για την επίλυση της διαφοράς.

Η απόφαση αυτή, που είναι υποχρεωτική και για τους δύο αντιδίκους, είναι δυνατό να ληφθεί κατ' εφαρμογή κανόνων δικαίου (οπότε πρόκειται για την κλασικού τύπου διαιτησία) ή με βάση τις αρχές της ευθυδικίας (οπότε πρόκειται για τη μέθοδο της «φιλικής διαιτησίας»). Η απόφαση του διαιτητή καλείται «διαιτητική απόφαση» κι έχει «ισχύ δεδικασμένου», πράγμα που σημαίνει ότι καταρχήν η διαφορά, μετά την έκδοση της σχετικής διαιτητικής απόφασης, δεν μπορεί πλέον να υποβληθεί ενώπιον δικαστηρίου. Συχνά, γίνεται δεκτό ότι η διαιτησία δεν εμπίπτει στην κατηγορία των εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών. Το κοινοτικό δίκαιο αλλά και το διεθνές δίκαιο περιλαμβάνουν μια σειρά κειμένων τα οποία ρυθμίζουν τα σχετικά με τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών ή αποσκοπούν στην ενθάρρυνση της αξιοποίησής τους. Για αναλυτικότερες πληροφορίες σχετικά με το θέμα, πατήστε με τον δρομέα τα εικονίδια με τον τίτλο «κοινοτικό δίκαιο» και «διεθνές δίκαιο».

ΣΥΝΟΨΗ

Με την οδηγία αυτή, η Επιτροπή ενθαρρύνει την προσφυγή στη διαμεσολάβηση * ως μέσο επίλυσης των διαφορών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και ενθάρρυνσης του φιλικού διακανονισμού των διαφορών.

Η οδηγία εφαρμόζεται στις διασυνοριακές διαφορές σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εξαιρουμένων των φορολογικών, τελωνειακών ή διοικητικών υποθέσεων, καθώς και της ευθύνης του κράτους λόγω πράξεων ή παραλείψεων κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Δεν εφαρμόζεται στη Δανία.

Πρόσκληση των μερών να προσφεύγουν σε διαμεσολάβηση για την επίλυση διαφορών

Η οδηγία, αφού προσδιορίσει τον όρο «διαμεσολάβηση» * και τον όρο «διαμεσολαβητής» *, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούν τα δικαστήρια να προτείνουν στα μέρη την προσφυγή στη μέθοδο αυτή, δίχως ωστόσο να τα υποχρεώνουν. Η διαμεσολάβηση, άλλωστε, δεν θεωρείται ως εναλλακτικό μέσο έναντι των δικαστικών διαδικασιών, αλλά μάλλον ως μια από τις μεθόδους επίλυσης των διαφορών που διαθέτει η σύγχρονη κοινωνία.

Εκτέλεση των συμφωνιών διακανονισμού οι οποίες επιτυγχάνονται χάρη στη διαμεσολάβηση.

Ακόμα και αν οι συμφωνίες διακανονισμού που επιτυγχάνονται μέσω διαμεσολάβησης προσφέρονται, κατά κανόνα, περισσότερο για εκούσια εκτέλεση, η οδηγία μεριμνά ώστε όλα τα κράτη μέλη να καθιερώσουν μια διαδικασία με την οποία να είναι δυνατόν, κατόπιν αιτήσεως των μερών, να επιβεβαιώνεται η συμφωνία με δικαστική ή άλλη απόφαση, ή με δικαστικό ή άλλο έγγραφο εκδιδόμενο από δημόσια αρχή.

Η διαδικασία αυτή θα επιτρέψει την αμοιβαία αναγνώριση και την εκτέλεση των συμφωνιών διακανονισμού σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τους ίδιους όρους που καθορίζονται για τις δικαστικές ή άλλες αποφάσεις.

Αναστολή των προθεσμιών παραγραφής

Προκειμένου να ενθαρρυνθεί περαιτέρω η προσφυγή στη διαμεσολάβηση, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα διάδικα μέρη δεν κωλύονται να κινήσουν στη συνέχεια δικαστικές διαδικασίες ή διαιτησία σε σχέση με την εν λόγω διαφορά, λόγω παραγραφής ή λήξεως αποσβεστικής προθεσμίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαμεσολάβησης.

Διασφάλιση του απορρήτου και της ποιότητας της διαμεσολάβησης

Ούτε ο διαμεσολαβητής ούτε οι λοιποί εμπλεκόμενοι σε διαδικασία διαμεσολάβησης δεν οφείλουν να προσκομίσουν στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πληροφορίες που επιτεύχθηκαν στο πλαίσιο μιας διαμεσολάβησης. Αυτό γίνεται μόνον δεκτό:

  • όταν αποδεικνύεται αναγκαίο για επιτακτικούς λόγους δημόσιας τάξης ώστε να διασφαλιστεί η σωματική ακεραιότητα ενός προσώπου κλπ.·
  • όταν η κοινολόγηση του περιεχομένου της συμφωνίας που προέκυψε από τη διαμεσολάβηση είναι απαραίτητη για την εφαρμογή ή την εκτέλεση της εν λόγω συμφωνίας.

Τόσο η Επιτροπή όσο και τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την εκπαίδευση διαμεσολαβητών και τη σύνταξη προαιρετικών κωδίκων δεοντολογίας, καθώς και την τήρηση των κωδίκων αυτών εκ μέρους των διαμεσολαβητών και των οργανώσεων που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης.

Πλαίσιο

Λαμβανομένων υπόψη των αντιδράσεων στη Λευκή Βίβλο του 2002 σχετικά με τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών και μετά τη σύνταξη, τον Οκτώβριο του 2004, ενός κώδικα δεοντολογίας (pdf ) για τους διαμεσολαβητές, που εγκρίθηκε από τους ευρωπαίους εμπειρογνώμονες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε στις 22 Οκτωβρίου 2004 μία νομοθετική πρόταση [COM(2004) 718 τελικό] με στόχο να ενθαρρύνει την προσφυγή στη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

Όροι κλειδιά της πράξης

  • Ως «διαμεσολάβηση» νοείται διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους, με τη βοήθεια διαμεσολαβητή.
  • Ως «διαμεσολαβητής» νοείται οποιοσδήποτε τρίτος ως προς τα μέρη ανάμεσα στα οποία έχει προκύψει η διένεξη, ο οποίος διεξάγει διαμεσολάβηση, ανεξαρτήτως του επαγγέλματος ή της επωνυμίας του.