Η διαμεσολάβηση-Μύθοι και πραγματικότητα

Μύθοι και πραγματικότητα
Του Κωνσταντίνου Πολυζωγόπουλου,
Επ. Καθηγητή Πολ. Δικονομίας Ε.Κ.Π.Α.

(Το παρόν δημοσιεύτηκε στο άρθρο 17 του περιοδικού "ΔΙΚΑΙΟΡΑΜΑ")


Με την υπ’ αριθμ. 95113/8.8.2007 (ΦΕΚ 331/τ.ΥΟΔΔ/17.8.2007) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης συστήθηκε ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την αναθεώρηση των ρυθμίσεων για την συμβιβαστική επίλυση διαφορών σε αστικές υποθέσεις, τη σύνταξη της σχετικής αξιολογικής έκθεσης και της έκθεσης αξιολόγησης συνεπειών ρυθμίσεων.
Στην πρώτη κιόλας συνεδρίασή της η επιτροπή αυτή έκρινε, ότι αντικείμενο της εργασίας της δεν μπορούσαν ν’ αποτελέσουν οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αφού αυτές αποτελούσαν, ως γνωστόν, αντικείμενο άλλων νομοπαρασκευαστικών επιτροπών. Απεφασίσθη έτσι η επιτροπή αυτή ν’ ασχοληθεί με την «εξώδικη», ακριβέστερα την εν πολλοίς μη ρυθμιζόμενη από τον ΚΠολΔ, διαμεσολάβηση.
Ήδη προηγουμένως, είχε συσταθεί από τον Σύνδεσμο Ανωνύμων Εταιρειών και ΕΠΕ με απόφαση που ελήφθη κατά την τακτική γενική αυτού συνέλευση της 30.3.2006 το Κέντρο Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας για Επιχειρηματικές Διαφορές, με σκοπό, όπως αναφέρεται, να διασφαλίζει την εφαρμογή και να παρακολουθεί την εξέλιξη της διαμεσολάβησης μεταξύ των επιχειρήσεων που επιλέγουν την διαμεσολάβηση για την επίλυση των διαφορών τους.
Την 24.5.2008 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Τέλος επηκολούθησε η υπ’ αριθμ. 66509/14.7.2008 (ΦΕΚ 333/τ.ΥΟΟΔ/30.7.2008) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διευρύνθηκε το αντικείμενο της ανωτέρω ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, με επιπλέον ανάθεση σε αυτή και της ενσωμάτωσης της Οδηγίας αυτής στο εθνικό δίκαιο. Η επιτροπή αναμένεται να ολοκληρώσει το έργο της εντός των επομένων εβδομάδων με την παράδοση του σχετικού σχεδίου νόμου και των συναφών εκθέσεων στον Υπουργό.
Η κινητικότητα αυτή σε σχέση με τον νέο θεσμό της διαμεσολάβησης και η επερχόμενη νομοθετική ρύθμιση του κατέστησαν έτσι και στην χώρα μας επίκαιρο το θέμα της διαμεσολάβησης. Μικρή συνεισφορά στην συζήτηση που θα επακολουθήσει, φιλοδοξούν ν’ αποτελέσουν και οι γραμμές που ακολουθούν, με στόχο προεχόντως να οριοθετήσουν τον νέο από άλλους παρεμφερείς θεσμούς και να διαλύσουν πιθανές (και επικίνδυνες) παρεξηγήσεις.
1. Στο εθνικό μας δίκαιο δεν είναι άγνωστες ρυθμίσεις που στοχεύουν στην επίλυση της διαφοράς, είτε εκτός δίκης, είτε και μετά την εκκρεμοδικία, ενίοτε και χωρίς την έκδοση δικαστικής απόφασης. Στην ευρύτερη έννοια των εναλλακτικών μορφών επίλυσης της διαφοράς μπορούν ασφαλώς να ενταχθούν οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που έχουν ως σκοπό να διευκολύνουν τον δικαστικό συμβιβασμό ή και την συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς με την παρέμβαση του δικαστηρίου (208, 209, 233 παρ.2, 524 παρ.1, 573, 548, 591, 602, 667, 681Β παρ. 2,681Γ παρ.2 ΚΠολΔ), αλλά ασφαλώς και οι διατάξεις που ρυθμίζουν την διαιτησία (άρθρα 867 επ. ΚΠολΔ και ν.2735/1999 για την διεθνή διαιτησία). Τον στόχο αυτό επεδίωξε ασφαλώς και ο νομοθέτης του ΚΠολΔ με την θέσπιση του άρθρου 214Α . Γνωστή είναι επίσης η ύπαρξη και ο ρόλος του ΟΜΕΔ (Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας, άρθρ. 13 επ. ν.1876/1990), αλλά και η αποτελεσματική σε πολλές περιπτώσεις συμφιλιωτική παρέμβαση των Επιθεωρήσεων Εργασίας στις εργατικές διαφορές. Στην ευρύτερη κατηγορία των ρυθμίσεων αυτών μπορεί να ενταχθεί επίσης ο θεσμός του Τραπεζικού Μεσολαβητή, αλλά και οι προβλεπόμενες από τον νόμο περί προστασίας των καταναλωτών (άρθρ. 11 ν.2251/1994) ειδικές επιτροπές σε επίπεδο Νομαρχίας. Όλοι όμως αυτοί οι τρόποι επίλυσης της διαφοράς διαφέρουν αρκετά από την διαμεσολάβηση, όπως την προβλέπει η προς ενσωμάτωση οδηγία και συνεπώς και το σχέδιο νόμου, για το οποίο έγινε ήδη λόγος. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ, μολονότι ο χώρος δεν επιτρέπει συγκριτικές αναφορές, ότι ο θεσμός της διαμεσολάβησης με την σύγχρονη μορφή του είναι αναμφίβολα αμερικανικής έμπνευσης (πρβλ. Pruetting,Hanns/Schmidt, Uwe (Hrsg.), Aussergerichtliche Streitschlichtung, Beck 2003, Rn.24 ff.).
Για να διαφανούν εναργέστερα οι διαφορές αυτές, είναι σκόπιμο να αναλυθούν εν συντομία οι τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, όπως αναλύονται αυτές στην χώρα προέλευσης της Alternative Dispute Resolution (ADR), δηλαδή τις Η.Π.Α. Εντάσσονται λοιπόν εκεί υπό τον όρο ADR η negotiation, δηλ. η διαπραγμάτευση, η mediation,δηλ. η διαμεσολάβηση, η conciliation, δηλ. η συμβιβαστική παρέμβαση και βεβαίως η arbitration,δηλ η διαιτησία (πρβλ. Pruetting,Hanns/Schmidt, Uwe (Hrsg.), οππ., Rn.2 ff.).
- Υπό τον γνωστό όρο διαπραγμάτευση νοείται η προσπάθεια εξώδικης επίλυσης της διαφοράς των μερών με απ’ ευθείας πάσης φύσης διαπραγματεύσεις χωρίς την συμμετοχή τρίτου ουδέτερου προσώπου και χωρίς βεβαίως προηγούμενη ρύθμιση της διαδικασίας. Παρά την σχετική αυστηρότητα της διαδικασίας και την πρόβλεψη αυτής στον νόμο, εδώ θα πρέπει να ενταχθεί η προσπάθεια επίλυσης της διαφοράς κατά το άρθρο 214Α ΚΠολΔ, στο μέτρο που δεν ζητήθηκε στην πράξη η συμμετοχή τρίτου ουδέτερου προσώπου κατά την συνάντηση των μερών, που θα διευκόλυνε την διαπραγμάτευση (αυτός είναι κατά την γνώμη του γράφοντος και ένας από τους δύο κύριους λόγους αποτυχίας του θεσμού.
- Υπό τον όρο διαμεσολάβηση νοείται η προσπάθεια εκούσιας επίλυσης της διαφοράς που επιχειρείται από τα μέρη υπό την καθοδήγηση ενός ουδέτερου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, ο οποίος υποστηρίζει τα μέρη κατά τις διαπραγματεύσεις, ώστε να καταλήξουν αυτά σε μια κοινή και ικανοποιητική για αυτά λύση. Η διαμεσολάβηση παραμένει εξώδικη διαδικασία, ακόμη και όταν διεξάγεται μετά την εκκρεμοδικία. Χαρακτηριστικό της εμπλοκής του τρίτου σ’ αυτήν είναι, ότι ο τρίτος απαγορεύεται να επηρεάσει τα μέρη, δεν υποδεικνύει σε αυτά δικής του έμπνευσης λύσεις, ούτε βεβαίως εκδίδει απόφαση για την διαφορά, αλλά αντίθετα υποβοηθεί τα μέρη με κατάλληλες διαπραγματευτικές τεχνικές να συνειδητοποιήσουν τα αληθή συμφέροντα τους, να αναδείξουν (τα μέρη) μέσα από την διαπραγμάτευση κοινά αποδεκτές λύσεις για την όλη σχέση τους και να επιλέξουν, αυτά και πάλι, τις λύσεις εκείνες που θεωρούν μετά την διαμεσολάβηση ότι πρέπει να διέπουν τις σχέσεις τους. Τα χαρακτηριστικά αυτά λείπουν κατ’ αρχήν από την συμβιβαστική παρέμβαση του δικαστηρίου σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω, είτε διότι η υπαγωγή στην σχετική διαδικασία των μερών δεν γίνεται εξωδίκως, είτε διότι δεν είναι αυτή εκούσια, είτε, κυρίως, διότι παραδοσιακά η παρέμβαση του «ουδέτερου» τρίτου οδηγεί σε πρόταση λύσεων από αυτόν, όπως συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση του Τραπεζικού Μεσολαβητή (πρβλ. και άρθρ. 3 παρ.α τελευταίο εδάφιο της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ)..
- Υπό τον όρο συμβιβαστική παρέμβαση νοείται η διαδικασία, κατά την οποία ουδέτερος τρίτος συνήθως ηυξημένου κύρους ex officio επιχειρεί να υποδείξει στα μέρη δική του λύση προς επίλυση της διαφοράς ή προς επίτευξη συμβιβασμού. Η παρέμβαση του τρίτου «συμβιβαστή» λοιπόν είναι στις περιπτώσεις αυτές πολύ πιο έντονη απ’ ό,τι ο ρόλος του διαμεσολαβητή επιτρέπει στην διαμεσολάβηση. Εδώ λοιπόν υπάγονται άνετα όλες οι μέχρι τώρα γνωστές ρυθμίσεις του ελληνικού δικαίου που αναφέρθηκαν ανωτέρω, εφ’ όσον ελλείπει το στοιχείο της δυνατότητας έκδοσης απόφασης επί της διαφοράς από τον τρίτο.
- Τέταρτο και τελευταίο στάδιο αποτελεί η δικαστική επίλυση της διαφοράς, είτε αυτή επιδιώκεται μέσω της διαιτησίας, που ως εναλλακτική μορφή επίλυσης της διαφοράς ενδιαφέρει κυρίως εδώ, είτε ενώπιον του φυσικού δικαστή. Στην κατηγορία αυτή θα πρέπει μάλλον να υπαχθεί και η διαιτητική πραγματογνωμοσύνη. Πρόκειται για την απονομή δικαιοσύνης με την διάγνωση (συνήθως) του δικαιώματος και την έκδοση απόφασης από τον ουδέτερο τρίτο δικαστή ή διαιτητή. Είναι προφανές ότι ακριβώς το χαρακτηριστικό στοιχείο αυτό, της έκδοσης δηλ. απόφασης από τον τρίτο, ελλείπει σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις. Ούτε ο διαμεσολαβητής, ούτε ο «συμβιβαστής» εκδίδουν απόφαση κρίνοντας την ενώπιόν τους διαφορά. ¶ξιο αναφοράς στο σημείο αυτό είναι ότι η συχνή συμπλοκή των θεσμών της διαμεσολάβησης και της διαιτησίας στους Κανονισμούς των διαφόρων διεθνών κυρίως Οργανισμών ή Κέντρων (med-arb), τα οποία προσφέρουν ταυτόχρονα υπηρεσίες διαμεσολάβησης, όσο και διαιτησίας (ενδεικτικά το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο-International Chamber of Commerce-ICC, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Διανοητικής Ιδιοκτησίας-World Intellectual Property Organization-WIPO κλπ.), δεν επηρεάζει διόλου την ανωτέρω διάκριση.
Για τον λόγο αυτό δεν είναι ορθό στην περίπτωση ιδίως της διαμεσολάβησης να γίνεται λόγος για εναλλακτικό τρόπο απονομής δικαιοσύνης ή για «εναλλακτική δικαιοσύνη» (πρβλ. έτσι αν και κατ’ εξαίρεση και προφανώς εκ παραδρομής Ι.Χαμηλοθώρη, Εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, εκδ. Αντ. Σάκκουλα 2000, σελ.31, 46 κλπ.), δοθέντος ότι στη διαμεσολάβηση όχι μόνον ο διαμεσολαβητής δεν απονέμει οιασδήποτε μορφής δικαιοσύνη, αλλά έτι μάλλον απαγορεύεται ρητά, να προβεί σε οποιαδήποτε σχετική υπόδειξη δικών του αντιλήψεων για την διαφορά, για την ισχύ δικαιωμάτων και τελικά οιωνδήποτε δικών του ιδεών για την επίλυση της διαφοράς στα μέρη.
Καταρρίπτεται έτσι με την οριοθέτηση αυτή ο πρώτος και σχετικός με τον χαρακτήρα της διαμεσολάβησης και τον ρόλο του διαμεσολαβητή μύθος, ο οποίος θέλει τον διαμεσολαβητή να συμμετέχει σε εξώδικη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης.
2.΄Ενας άλλος σχετικός μύθος αναφέρεται στην ανάγκη ενδελεχούς ρύθμισης της διαδικασίας της διαμεσολάβησης με διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας κατ’ αντιστοιχία προς τον θεσμό της διαιτησίας.
Με δεδομένα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν σχετικά με τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο αυτών μορφών εξώδικης επίλυσης διαφορών, προκύπτει αβίαστα, ότι η διαμεσολάβηση, μη αποτελώντας τρόπο απονομής δικαιοσύνης, δεν έχει ανάγκη ιδιαίτερα λεπτομερούς ρύθμισης από τον νομοθέτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 14 άρθρα της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ μόνο 4 αναφέρονται σε ενσωματώσιμους διαδικαστικούς κανόνες, που πράγματι αποτελούν και τον ουσιαστικά απολύτως αναγκαίο πυρήνα κάθε νομοθετικής παρέμβασης κατά την εισαγωγή του θεσμού στο δικαιικό σύστημα μιας χώρας. Τα κρίσιμα ζητήματα λοιπόν που ο (κάθε) εθνικός νομοθέτης πρέπει να ρυθμίσει κατά την θέσπιση της διαμεσολάβησης ως θεσμού εναλλακτικής επίλυσης διαφορών είναι τα ακόλουθα:
-Η οριοθέτηση της διαμεσολάβησης από τις λοιπές αναγνωρισμένες δικαστικές ή εξώδικες διαδικασίες επίλυσης διαφορών.
-Η επίδραση της διαμεσολάβησης στην παραγραφή και τις αποσβεστικές προθεσμίες.
-Η εκτελεστότητα των συμφωνιών που έχουν προκύψει από την (επιτυχή) διαμεσολάβηση.
-Η διαφύλαξη του απορρήτου της διαμεσολάβησης, και τέλος
-ο προσδιορισμός των προσόντων των διαμεσολαβητών (και των αμοιβών των εμπλεκομένων στην διαμεσολάβηση τρίτων, δηλ. του διαμεσολαβητή και των πληρεξουσίων δικηγόρων των μερών, εφ’ όσον τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης και δεν καλύπτονται από ισχύοντες ήδη κανόνες, π.χ. τον Κώδικα Δικηγόρων).
3. Τρίτος (και τελευταίος για την παρούσα αναφορά στο θέμα) μύθος, που πρέπει να καταρριφθεί δι’ ολίγων, είναι η αντίληψη, ότι ρόλο διαμεσολαβητή μπορεί να παίξει οποιοσδήποτε. Η αντίληψη αυτή είναι απόλυτα εσφαλμένη. Ήδη από τις αναφορές που έγιναν ανωτέρω στον ρόλο, που καλείται να διαδραματίσει κατά την διαμεσολάβηση ο διαμεσολαβητής, προκύπτει αναμφίβολα ότι κάθε διαμεσολαβητής, προκειμένου να έχει και τις ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας, πρέπει να έχει όχι μόνο επάρκεια και γνώση των ειδικών τεχνικών της διαπραγμάτευσης, που προφανώς μόνο με ειδική εκπαίδευση μπορεί ν’ αποκτήσει, αλλά και να επιμορφώνεται διαρκώς σε συνδυασμό με ειδική πρακτική εξάσκηση στις ειδικές αυτές τεχνικές. Χαρακτηριστικά στο κείμενο του Ευρωπαϊκού Κώδικα Δεοντολογίας (βλ.την ελληνική μετάφραση στο ΔελτΑΕ&ΕΠΕ 1.9.06, Οι Σελίδες της Διαμεσολάβησης σελ.10 επ. Στις σελίδες αυτές από το έτος 2006 και άφθονες βιβλιογραφικές και ενημερωτικής αναφορές) και στο άρθρ.1.1 τονίζεται η ανάγκη εκπαίδευσης και διαρκούς άσκησης «σύμφωνα με οποιαδήποτε σχετικά πρότυπα ή συστήματα πιστοποίησης».
Χωρίς να είναι τούτο εξ ορισμού δεσμευτικό είναι πάντως σκόπιμο σε μια χώρα, όπως η δική μας, όπου πρωτοεισάγεται ο θεσμός της διαμεσολάβησης, οι πρώτοι που θα κληθούν να εκπαιδευθούν ως διαμεσολαβητές να είναι δικηγόροι, κυρίως επειδή ο κλάδος αυτός βρίσκεται εγγύτερα προς τους θεσμούς εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, αλλά και διότι, εάν ο κλάδος αυτός δεν «αγκαλιάσει» εγκαίρως τον νέο θεσμό, δεν θα μπορέσει αυτός να ανθίσει.